Ο Jorge Luis Borges [Χόρχε Λουίς Μπόρχες] (γενν. 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, θαν. 14 Ιουνίου 1986 στη Γενεύη, Ελβετία) ήταν Αργεντίνος συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του τα δοκίμια φαντασίας, ο Μπόρχες ήταν επίσης ποιητής, κριτικός και άνθρωπος των γραμμάτων.
Ο Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες ("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δεν τα κατάφερε", είπε κάποτε ο Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα").
Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά οικογένεια της ..........
Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.
Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.
Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.
Αφού τέλειωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα" , γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia ("Ελλάδα"). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.
[Επεξεργασία] Πρώτα συγγραφικά χρόνια
Το 1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η "τέχνη για την τέχνη" προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συν-ίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο και έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939.
Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: "προήχθηκε" στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ' αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε "Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών"). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι "Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα."
Ο θάνατος του πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν βαρύ πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ' ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά του "Ο Νότος" του 1944 βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα "Ο Νότος", ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε "ίσως η καλύτερή μου ιστορία." Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.