Τους προσκαλέσαμε, έτσι δεν είναι; Δεν έρχονται απρόσκλητοι. Άρα, έχουν δικαιώματα. Έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν αλαζονικά τη βούλησή τους. Έχουν το δικαίωμα να εισηγούνται νομοθετήματα. Έχουν το δικαίωμα να τα επιβάλλουν, ακόμη κι αν τα αιρετά σώματα έχουν τις αντιρρήσεις τους. Άλλωστε, ό,τι κάνουν, το κάνουν με τον παρά τους. Είναι μια καθαρή πράξη εξαγοράς, μια εμπορική συναλλαγή. Με δανεικά εξαγοράζουν την απόλυτη υποτέλειά μας, την αναίρεση της στοιχειώδους κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Κομισιόν αναλαμβάνουν και τυπικά την οικονομική διακυβέρνηση της χώρας. Δεν γνωρίζουμε ποιος θα είναι ακριβώς ο καταμερισμός εργασίας, η διάκριση των εξουσιών. Ποιος θα εκπροσωπεί την νομοθετική, ποιος την εκτελεστική και ποιος τη δικαστική εξουσία. Δεν ξέρουμε ποιος θα αναλάβει καθήκοντα σκιώδους υπουργού Οικονομικών, ποιος θα είναι ο υπουργός Απασχόλησης, ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός. Εκτός αν ασκήσουν την εξουσία τους συλλογικά, με όρους αλληλεγγύης ή με όρους μιας ευρωατλαντικής Γιάλτας των αγορών. Το σίγουρο πάντως είναι πως η εκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας αυτοπεριορίζεται στον ρόλο του διεκπεραιωτή των εισηγήσεων που θα κάνουν τα «λευκά κολάρα» της ευρωκρατίας και της διακρατικής τοκογλυφίας. Στην καλύτερη περίπτωση αναλαμβάνει το δύσκολο έργο του επικοινωνιακού μασάζ της κοινής γνώμης, του «πορτ παρόλ» της τριμερούς...
επιτήρησης ή μιας εταιρείας δημοσκοπήσεων που σφυγμομετρά τις αντοχές της κοινωνίας, της εκλογικής της πελατείας, του κομματικού της ακροατηρίου, πριν αυτά υπερβούν το flash point, τη θερμοκρασία έκρηξης.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ δηλώσεις της τριμερούς οικονομικής διακυβέρνησης ξέρουμε ήδη αρκετά. Ακόμη κι αν οι συντελεστές της διαφωνούν για την ποσόστωση εξουσίας που αναλαμβάνει έκαστος, συμφωνούν στα βασικά. Ότι πρέπει να επιδιωχθεί αποπληθωρισμός μισθών και τιμών. Ότι οι περικοπές στις αμοιβές της εργασίας πρέπει να επεκταθούν και στον ιδιωτικό τομέα. Ότι πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις, να αυξηθούν τα όρια ηλικίας, να μειωθεί σχεδόν στο μισό η κρατική επιχορήγηση των ασφαλιστικών φορέων. Ότι πρέπει να ξεπεραστούν οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, να καταργηθούν οι ανελαστικοί όροι προστασίας της απασχόλησης και το όριο απολύσεων, να ξεπεραστεί το ταμπού των συλλογικών συμβάσεων και των κατώτατων μισθών. Ότι πρέπει να αρθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και να απολυθούν μερικές δεκάδες χιλιάδες «κηφήνες». Ότι πρέπει να περισταλούν δραστικά οι κρατικές δαπάνες, ιδιαίτερα οι πιο αντιπαραγωγικές, όπως οι κοινωνικές, οι δαπάνες υγείας, εκπαίδευσης, πρόνοιας. Ότι το κράτος πρέπει να εκχωρήσει τα τελευταία υπολείμματα δημόσιας περιουσίας που διαθέτει, να αποσυρθεί από τις λιγοστές κερδοφόρες δραστηριότητες που ελέγχει, από την ύδρευση, την ενέργεια, τις τράπεζες, τα δίκτυα μεταφοράς ή τον τζόγο.
ΜΕ ΟΣΗ μετριοπάθεια κι αν διαβάσει ή ακούσει κανείς τις «προγραμματικές δηλώσεις» της φυτευτής οικονομικής διακυβέρνησης, δεν μπορεί παρά να δει στον πυρήνα τους το νεοφιλελεύθερο δόγμα και τελικά το credo (το «πιστεύω») του κεφαλαίου. Έτσι, στην (κατόπιν προσκλήσεως) εγκατάσταση των πιο λαμπερών ζηλωτών του κεφαλαίου στην οικονομική διακυβέρνηση της χώρας από αύριο, υπάρχει ένας συμβολισμός, αλλά και μια κυριολεξία: Ο συμβολισμός αφορά την κατάλυση των κοινοβουλευτικών προσχημάτων (και μάλιστα την παραμονή της επετείου του πραξικοπήματος του 1967). Και η κυριολεξία αφορά τη δικτατορία του κεφαλαίου και των αγορών, που θα ασκείται πια άμεσα, χωρίς τη διαμεσολάβηση των πολιτικών τους εκπροσώπων, οι οποίοι περιορίζονται στα καθήκοντα της εκτελεστικής εξουσίας.
ΑΝ ΑΥΤΑ ηχούν σαν μια υπερβολική, χονδροειδής μεταφορά για όσα συντελούνται στη χώρα, εις βάρος της εργασίας και των υποτελών τάξεων, εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τι μπορεί να πει κανείς για τη συμπεριφορά μιας κυβέρνησης που λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη θριαμβευτική εκλογή της τον Οκτώβριο δήλωνε ότι το προεκλογικό της πρόγραμμα θα υποστεί εκπτώσεις, λίγες εβδομάδες μετά ανακοίνωνε ότι το βάζει στο ψυγείο και σήμερα, έξι μήνες μετά, πίνει για να το ξεχάσει εντελώς; Τι μπορεί να πει για ένα κυβερνών κόμμα που ομολογεί ότι εφαρμόζει μια πολιτική η οποία καταλύει την «σοσιαλιστική του ταυτότητα», ότι εφαρμόζει μέτρα που δεν είναι «καν ΠΑΣΟΚ»; Τι να πει κανείς για μια κυβέρνηση που αναγνωρίζει πως καταλύεται η εθνική και η λαϊκή κυριαρχία, αλλά δεν έχει την ευαισθησία να προσφύγει στην ετυμηγορία των ψηφοφόρων; Και τι να προσάψει σε ένα κομματικό σύστημα που, αν και ψελλίζει ρητορικές αντιρρήσεις, δεν ζητεί προσφυγή στις κάλπες για να αποφασίσει η κοινωνία ποιου είδους «θεραπεία» (σοκ, ήπια, κεϊνσιανή, νεοφιλελεύθερη, ριζοσπαστική;) θέλει για τον «καρκίνο» της χρεωκοπίας; Προφανώς μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι ανωτέρω είναι συνεργοί (αν όχι και συναυτουργοί) ενός αντικοινοβουλευτικού πραξικοπήματος.
«Αν δεν σας αρέσει ο λαός, αλλάξτε τον!» έλεγε ο Μπρεχτ στους ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας. Επειδή αυτό είναι χρονοβόρο (πιέζουν τα ρημάδια τα spread), εδώ κάναμε κάτι πιο ριζικό: τον καταργήσαμε
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.