Άρθρο του Άρη Βλάχου
Όταν άρχισα να γράφω για το ράβδο, ήταν ήδη Νοέμβρης του 2013, και είχε αρχίσει το μάζεμα της ελιάς, είχε δηλαδή αρχίσει ο ράβδος στον κάμπο της Κυπαρισσίας.
Λέγοντας ράβδο ........
εννοούμε το μάζεμα των ελαιοποιήσιμων ελιών στα κτήματα του δικού μου χωριού και των άλλων χωριών του κάμπου.
Επειδή οι ελιές ραβδίζονται καθιερώθηκε με την λέξη ράβδος αυτή η αγροτική και κουραστική εργασία.
Θα περιγράψω όμως τον ράβδο όπως τον θυμάμαι στην δεκαετία του 1960, αφού συμμετείχα βοηθώντας μικρό παιδί τότε τους γονείς μου.
Στα μέσα Νοεμβρίου και μετά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για το ράβδο, με την συγκέντρωση των εργαλείων που θα χρησιμοποιούσαμε.
Πρώτα ετοιμάζαμε τα λιόπανα, τα οποία ήταν υφαντά η λινάτσες βιομηχανικές, συρραμμένα το ένα με το άλλο, σε συνολικό εμβαδόν 4χ4 η 5χ5, τα οποία μετά από βροχή ή αν τα χρησιμοποιούσες σε μουσκεμένο έδαφος ήταν πολύ βαριά- ασήκωτα ,και ήταν δύσκολα να τα μετακινείς και να τα στρώνεις στην ελιά.
Έπρεπε να ετοιμάσουμε τις δέμπλες. Οι δέμπλες ήταν ξύλινα μακριά και ευλύγιστα ραβδιά μήκους 2-6 μέτρων.
Τις μικρές τις λέγαμε κοντοδέμπλια και όταν χρειαζόμαστε πολύ μεγάλες δέμπλες, τότε δέναμε δυο [μια μεγάλη και μια μικρή] για τις πανύψηλες ελιές, και αυτό το λέγαμε δεμπλό] η ονομασία ίσως προήλθε από το –δυο δέμπλες.
Απαραίτητα ήταν για τον ράβδο τα καντάλια.
Ήταν κοντά ραβδάκια 60-90 πόντους ίσια και ξεφλουδισμένα στην φωτιά, και γυαλισμένα χωρίς ρόζους για να μην τραυματίζονται οι παλάμες, αφού τα χρησιμοποιούσαν οι ραβδιστές πάνω στις ελιές και οι γυναίκες για να χτυπούν τα λιόκλαρα που μάζευαν πάνω από τα λιόπανα.
Τα καντάλια ήταν ατομικό-προσωπικό εργαλείο για τον ραβδιστή που ανέβαινε πάνω στις ελιές, αφού το είχε συνηθίσει και στην συμμετρία και στο βάρος για να ραβδίζει χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια.
Πολύ καλό ξύλο για δέμπλες και καντάλια ήταν τα παλιούρια, καθώς επίσης και τα πουρνάρια.
Άλλο εργαλείο εκείνα τα χρόνια ήταν οι σαρωματίνες, με τις οποίες σάρωναν –σκούπιζαν τα λιόκλαρα πάνω από τα λιόπανα.
Ήταν πυκνές αφάνες-θάμνοι τις οποίες έδεναν πάνω σε ξύλινα κοντάρια, αφού πρώτα τις είχαν πατήσει με βάρος για να πλατύνει το σχήμα τους.
Αυτές οι σκούπες για τα λιόκλαρα δεν λείπουν μέχρι σήμερα από τον ράβδο, απλώς σήμερα χρησιμοποιούνται μεταλλικές η πλαστικές του εμπορίου.
Δεν υπήρχαν αλυσοπρίονα βενζίνης η ηλεκτρικά και το κόψιμο των ελιών γινόταν με πριόνια χειρός.
Τις κλάρες που έκοβαν οι ραβδιστές, τις χτυπούσαμε με τα καντάλια, πάνω στα λιόπανα.
Στον ράβδο έπρεπε να είναι πολυμελής ομάδα εργατών για να υπάρχει καταμερισμός εργασίας και ημερήσια απόδοση.
Οι γυναίκες έστρωναν τα λιόπανα και έκαναν τις άλλες βοηθητικές εργασίες, ενώ οι άνδρες έκαναν τις πιο επίπονες δουλειές, δηλαδή τον ράβδο πάνω και κάτω στην ελιά, και αργότερα το βράδυ, το λίχνισμα και το σάκιασμα στα τσουβάλια.
Πολύ καλή ομάδα- συνεργείο για ράβδο ήταν τρία ζευγάρια, τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες.
Για να υπάρχει τετραμελής η εξαμελής ομάδα- συνεργείο, ήταν συνηθισμένη η δανεικαριά, δηλαδή η ανταπόδοση της ημερήσιας συμμετοχής και βοήθειας του ενός στον άλλο.
Με τα έξη άτομα μοιραζόταν η δουλειά και ο καθένας είχε το πόστο του.
Όταν χρειαζόταν, γινόταν εναλλαγή, αλλά οι ραβδιστές είχαν ειδίκευση και συνεχή απασχόληση με το ράβδισμα.
Αφού ραβδιζόταν η ελιές, τις έβαζαν στα τσουβάλια, και τις συγκέντρωναν σε ένα επίπεδο και στεγνό μέρος, το οποίο δεν όργωναν και δεν καλλιεργούσαν για να είναι καθαρό .
Αυτό τον χώρο τον έλεγαν λιχνίστρα και εκεί άδειαζαν σε ένα μεγάλο σωρό τις ελιές για να τις λιχνίσουν, με σκοπό να ξεχωρίσουν με τον αέρα τα φύλλα και ο καρπός.
Όλα τα ελαιοπερίβολα είχαν ένα τέτοιο χώρο την λιχνίστρα, επειδή ήταν απαραίτητη εργασία ο διαχωρισμός του ελαιοκάρπου από τα φύλλα.
Ακόμα και σήμερα που ο τρόπος συλλογής της ελιάς έχει αλλάξει και το λίχνισμα καταργήθηκε, αφού τα ελαιοτριβεία διαθέτουν σύγχρονα αποφυλλωτήρια, στα ελαιοπερίβολα το συγκεκριμένο σημείο του χωραφιού έμεινε να το λέμε λιχνίστρα.
Στο τέλος της ημέρας , αργά το απόγευμα, οι γυναίκες έφευγαν, για να φροντίσουν τα παιδιά και να μαγειρέψουν για την επόμενη μέρα, ενώ οι άνδρες έμεναν στα ελαιοπερίβολα για να λιχνίσουν τις ελιές.
Περίμεναν να φυσήξει κάποιο αεράκι, βοριάς ή νοτιάς, για να βοηθήσει στο λίχνισμα για να διαχωριστούν οι ελιές από τα φύλα.
Συνήθως με το σούρουπο κάποιο αεράκι θα ερχόταν ,αν όμως δεν είχε αέρα, τότε περίμεναν κουρασμένοι βρεγμένοι μερικές φορές και νηστικοί να λιχνίσουν.
Το λίχνισμα γινόταν με ξύλινα φτυάρια, για να μην τραυματιζόταν ο καρπός της ελιάς.
Αν δεν υπήρχε ξύλινο φτυάρι για την συγκεκριμένη εργασία ,τότε χρησιμοποιούσαν το φτυάρι που φούρνιζαν το ψωμί στους φούρνους, ήταν ξύλινο και το λέγαμε πλαστήρα.
Όταν τελείωνε το λίχνισμα , τότε άρχιζαν τα σακιάσματα σε μεγάλα τρίρηγα τσουβάλια, τα οποία είχαν πολύ μεγάλο βάρος επειδή το περιεχόμενο τους ήταν καθαρός καρπός χωρίς φύλα.
Τα τσουβάλια γινόταν στοίβες το ένα πάνω στο άλλο και θα τα έπαιρναν τα άλογα και αργότερα τα τρακτέρ για να τα πάνε στα ελαιοτριβεία.
Όταν τελείωνε το λίχνισμα ήταν πια πολύ αργά, είχε βραδιάσει για τα καλά, και οι λιχνιστές κουρασμένοι –νηστικοί, και πολλές φορές βρεγμένοι γυρνούσαν στο σπίτι για λίγη ξεκούραση , για να συνεχίσουν την ίδια επίπονη εργασία την άλλη μέρα.
Σήμερα το παλιά υφαντά λιόπανα έχουν αντικατασταθεί από βιομηχανικά ελαιόπανα και ελαιόδυχτα.
Οι παλιές σκούπες- σαρωματίνες αντικαταστάθηκαν από πλαστικές η μεταλλικές σαρώστρες.
Τα καντάλια και οι δέμπλες αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρικά μηχανάκια ραβδιστήρια που ρίχνουν τις ελιές και για τις κλάρες έχουν εφευρεθεί πολλών τύπων μηχανοκίνητα και πολύ ξεκούραστα μηχανήματα που τα λένε τιναχτήρια.
Παρά την τεχνολογία , τις πατέντες και εφευρέσεις, που έγιναν και κάνουν σήμερα, πολύ ξεκούραστο το μάζεμα των ελιών, ο ράβδος είναι μια πολύ κουραστική αγροτική εργασία.
Αυτά θυμήθηκα να γράψω για τον ράβδο , και πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια παντού ήταν η ίδια κοπιαστική εργασία.
Άρης Κ. Βλάχος
Όταν άρχισα να γράφω για το ράβδο, ήταν ήδη Νοέμβρης του 2013, και είχε αρχίσει το μάζεμα της ελιάς, είχε δηλαδή αρχίσει ο ράβδος στον κάμπο της Κυπαρισσίας.
Λέγοντας ράβδο ........
εννοούμε το μάζεμα των ελαιοποιήσιμων ελιών στα κτήματα του δικού μου χωριού και των άλλων χωριών του κάμπου.
Επειδή οι ελιές ραβδίζονται καθιερώθηκε με την λέξη ράβδος αυτή η αγροτική και κουραστική εργασία.
Θα περιγράψω όμως τον ράβδο όπως τον θυμάμαι στην δεκαετία του 1960, αφού συμμετείχα βοηθώντας μικρό παιδί τότε τους γονείς μου.
Στα μέσα Νοεμβρίου και μετά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για το ράβδο, με την συγκέντρωση των εργαλείων που θα χρησιμοποιούσαμε.
Πρώτα ετοιμάζαμε τα λιόπανα, τα οποία ήταν υφαντά η λινάτσες βιομηχανικές, συρραμμένα το ένα με το άλλο, σε συνολικό εμβαδόν 4χ4 η 5χ5, τα οποία μετά από βροχή ή αν τα χρησιμοποιούσες σε μουσκεμένο έδαφος ήταν πολύ βαριά- ασήκωτα ,και ήταν δύσκολα να τα μετακινείς και να τα στρώνεις στην ελιά.
Έπρεπε να ετοιμάσουμε τις δέμπλες. Οι δέμπλες ήταν ξύλινα μακριά και ευλύγιστα ραβδιά μήκους 2-6 μέτρων.
Τις μικρές τις λέγαμε κοντοδέμπλια και όταν χρειαζόμαστε πολύ μεγάλες δέμπλες, τότε δέναμε δυο [μια μεγάλη και μια μικρή] για τις πανύψηλες ελιές, και αυτό το λέγαμε δεμπλό] η ονομασία ίσως προήλθε από το –δυο δέμπλες.
Απαραίτητα ήταν για τον ράβδο τα καντάλια.
Ήταν κοντά ραβδάκια 60-90 πόντους ίσια και ξεφλουδισμένα στην φωτιά, και γυαλισμένα χωρίς ρόζους για να μην τραυματίζονται οι παλάμες, αφού τα χρησιμοποιούσαν οι ραβδιστές πάνω στις ελιές και οι γυναίκες για να χτυπούν τα λιόκλαρα που μάζευαν πάνω από τα λιόπανα.
Τα καντάλια ήταν ατομικό-προσωπικό εργαλείο για τον ραβδιστή που ανέβαινε πάνω στις ελιές, αφού το είχε συνηθίσει και στην συμμετρία και στο βάρος για να ραβδίζει χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια.
Πολύ καλό ξύλο για δέμπλες και καντάλια ήταν τα παλιούρια, καθώς επίσης και τα πουρνάρια.
Άλλο εργαλείο εκείνα τα χρόνια ήταν οι σαρωματίνες, με τις οποίες σάρωναν –σκούπιζαν τα λιόκλαρα πάνω από τα λιόπανα.
Ήταν πυκνές αφάνες-θάμνοι τις οποίες έδεναν πάνω σε ξύλινα κοντάρια, αφού πρώτα τις είχαν πατήσει με βάρος για να πλατύνει το σχήμα τους.
Αυτές οι σκούπες για τα λιόκλαρα δεν λείπουν μέχρι σήμερα από τον ράβδο, απλώς σήμερα χρησιμοποιούνται μεταλλικές η πλαστικές του εμπορίου.
Δεν υπήρχαν αλυσοπρίονα βενζίνης η ηλεκτρικά και το κόψιμο των ελιών γινόταν με πριόνια χειρός.
Τις κλάρες που έκοβαν οι ραβδιστές, τις χτυπούσαμε με τα καντάλια, πάνω στα λιόπανα.
Στον ράβδο έπρεπε να είναι πολυμελής ομάδα εργατών για να υπάρχει καταμερισμός εργασίας και ημερήσια απόδοση.
Οι γυναίκες έστρωναν τα λιόπανα και έκαναν τις άλλες βοηθητικές εργασίες, ενώ οι άνδρες έκαναν τις πιο επίπονες δουλειές, δηλαδή τον ράβδο πάνω και κάτω στην ελιά, και αργότερα το βράδυ, το λίχνισμα και το σάκιασμα στα τσουβάλια.
Πολύ καλή ομάδα- συνεργείο για ράβδο ήταν τρία ζευγάρια, τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες.
Για να υπάρχει τετραμελής η εξαμελής ομάδα- συνεργείο, ήταν συνηθισμένη η δανεικαριά, δηλαδή η ανταπόδοση της ημερήσιας συμμετοχής και βοήθειας του ενός στον άλλο.
Με τα έξη άτομα μοιραζόταν η δουλειά και ο καθένας είχε το πόστο του.
Όταν χρειαζόταν, γινόταν εναλλαγή, αλλά οι ραβδιστές είχαν ειδίκευση και συνεχή απασχόληση με το ράβδισμα.
Αφού ραβδιζόταν η ελιές, τις έβαζαν στα τσουβάλια, και τις συγκέντρωναν σε ένα επίπεδο και στεγνό μέρος, το οποίο δεν όργωναν και δεν καλλιεργούσαν για να είναι καθαρό .
Αυτό τον χώρο τον έλεγαν λιχνίστρα και εκεί άδειαζαν σε ένα μεγάλο σωρό τις ελιές για να τις λιχνίσουν, με σκοπό να ξεχωρίσουν με τον αέρα τα φύλλα και ο καρπός.
Όλα τα ελαιοπερίβολα είχαν ένα τέτοιο χώρο την λιχνίστρα, επειδή ήταν απαραίτητη εργασία ο διαχωρισμός του ελαιοκάρπου από τα φύλλα.
Ακόμα και σήμερα που ο τρόπος συλλογής της ελιάς έχει αλλάξει και το λίχνισμα καταργήθηκε, αφού τα ελαιοτριβεία διαθέτουν σύγχρονα αποφυλλωτήρια, στα ελαιοπερίβολα το συγκεκριμένο σημείο του χωραφιού έμεινε να το λέμε λιχνίστρα.
Στο τέλος της ημέρας , αργά το απόγευμα, οι γυναίκες έφευγαν, για να φροντίσουν τα παιδιά και να μαγειρέψουν για την επόμενη μέρα, ενώ οι άνδρες έμεναν στα ελαιοπερίβολα για να λιχνίσουν τις ελιές.
Περίμεναν να φυσήξει κάποιο αεράκι, βοριάς ή νοτιάς, για να βοηθήσει στο λίχνισμα για να διαχωριστούν οι ελιές από τα φύλα.
Συνήθως με το σούρουπο κάποιο αεράκι θα ερχόταν ,αν όμως δεν είχε αέρα, τότε περίμεναν κουρασμένοι βρεγμένοι μερικές φορές και νηστικοί να λιχνίσουν.
Το λίχνισμα γινόταν με ξύλινα φτυάρια, για να μην τραυματιζόταν ο καρπός της ελιάς.
Αν δεν υπήρχε ξύλινο φτυάρι για την συγκεκριμένη εργασία ,τότε χρησιμοποιούσαν το φτυάρι που φούρνιζαν το ψωμί στους φούρνους, ήταν ξύλινο και το λέγαμε πλαστήρα.
Όταν τελείωνε το λίχνισμα , τότε άρχιζαν τα σακιάσματα σε μεγάλα τρίρηγα τσουβάλια, τα οποία είχαν πολύ μεγάλο βάρος επειδή το περιεχόμενο τους ήταν καθαρός καρπός χωρίς φύλα.
Τα τσουβάλια γινόταν στοίβες το ένα πάνω στο άλλο και θα τα έπαιρναν τα άλογα και αργότερα τα τρακτέρ για να τα πάνε στα ελαιοτριβεία.
Όταν τελείωνε το λίχνισμα ήταν πια πολύ αργά, είχε βραδιάσει για τα καλά, και οι λιχνιστές κουρασμένοι –νηστικοί, και πολλές φορές βρεγμένοι γυρνούσαν στο σπίτι για λίγη ξεκούραση , για να συνεχίσουν την ίδια επίπονη εργασία την άλλη μέρα.
Σήμερα το παλιά υφαντά λιόπανα έχουν αντικατασταθεί από βιομηχανικά ελαιόπανα και ελαιόδυχτα.
Οι παλιές σκούπες- σαρωματίνες αντικαταστάθηκαν από πλαστικές η μεταλλικές σαρώστρες.
Τα καντάλια και οι δέμπλες αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρικά μηχανάκια ραβδιστήρια που ρίχνουν τις ελιές και για τις κλάρες έχουν εφευρεθεί πολλών τύπων μηχανοκίνητα και πολύ ξεκούραστα μηχανήματα που τα λένε τιναχτήρια.
Παρά την τεχνολογία , τις πατέντες και εφευρέσεις, που έγιναν και κάνουν σήμερα, πολύ ξεκούραστο το μάζεμα των ελιών, ο ράβδος είναι μια πολύ κουραστική αγροτική εργασία.
Αυτά θυμήθηκα να γράψω για τον ράβδο , και πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια παντού ήταν η ίδια κοπιαστική εργασία.
Άρης Κ. Βλάχος