Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, το νέο καθεστώς στην αγορά εργασίας επιφέρει μείωση αποδοχών έως 10% στον δημόσιο τομέα και έως 35% στον ιδιωτικό τομέα, με την επικράτηση των ατομικών συμβάσεων. Επιπλέον, η έκρηξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η μείωση ωραρίου (από 8ωρο σε 4ωρο ή ακόµη και κατά 4 ηµέρες την εβδομάδα), η µη καταβολή υπερωριών και δεδουλευμένων, αλλά και η ανυπαρξία ελέγχων από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα στην αγορά εργασίας.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής αρχής για τον οικογενειακό προϋπολογισμό την φτώχεια και τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα, το 19% των Ελλήνων, δηλαδή σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι, έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από 7.170 ευρώ.
Επισημαίνεται ότι αυτή η κατηγορία πολιτών ..........
πλήττεται ιδιαίτερα από τις αυξήσεις των έμμεσων φόρων, αφού φορολογείται ίδια με τους οικονομικά ισχυρότερους. Τα νοικοκυριά αυτά καταναλώνουν το 27,3% από τις δαπάνες των μη φτωχών νοικοκυριών. Οι δε δαπάνες για την υγεία ανέρχονται στο 8,3% του εισοδήματός τους έναντι του 6,6% των υπολοίπων, ενώ οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου θέρμανσης ανέρχονται στο 8,3% έναντι 11,4% των μη φτωχών.
Εν τω μεταξύ, αρνητικό ρεκόρ σε όλη την Ευρώπη κατέχει η Ελλάδα στις κοινωνικές δαπάνες που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες, σύμφωνα με την Εurostat. Ακολουθούμενη από τη Λετονία, την Ισπανία και την Ιταλία, η Ελλάδα δεν καταφέρνει παρά να μειώσει ελάχιστα μέσω κοινωνικής αναδιανομής τον κίνδυνο της φτώχειας, μόλις 10%, την ώρα που κατά μέσον όρο οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στην ΕΕ μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 32%. Στην Ευρώπη το ανώτατο εισοδηματικό στρώμα έχει πενταπλάσιο εισόδημα από το κατώτατο (και στις βόρειες χώρες μόλις τριπλάσιο), ενώ στην Ελλάδα έχει εξαπλάσιο, όπως και σε Λιθουανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Λετονία. Στις ίδιες χώρες συγκεντρώνονται και τα υψηλότερα ποσοστά φτωχών: Λετονία (26%), Ρουμανία (23%), Βουλγαρία (21%), Λιθουανία, Ελλάδα και Ισπανία (20%).
Από την άλλη, στο μέτωπο της ακρίβειας, πληθωρισμός, κερδοσκοπία, αδιαφανείς συναλλαγές, αθέμιτος ανταγωνισμός και οικονομικός εκβιασμός των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, που έχουν ως αποτέλεσμα την εκτόξευση στις τιμές των προϊόντων που πληρώνουν οι καταναλωτές, είναι μερικά από τα κομμάτια που συνθέτουν το πλαίσιο λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισμού το Νοέμβριο μπορεί μεν να υποχώρησε ελάχιστα στο 4,9% από 5,2% που ήταν τον Οκτώβριο, αλλά εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Μάλιστα, σε σύγκριση με τον Οκτώβριο 2010, ο Γενικός Δείκτης παρουσίασε αύξηση 0,2%, έναντι αύξησης 0,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους. Συγκεκριμένα, από τη σύγκριση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Γ.Δ.Τ.Κ) του μηνός Νοεμβρίου 2010 προς τον αντίστοιχο Δείκτη του Νοεμβρίου 2009 προκύπτει αύξηση 4,9%, έναντι αύξησης 2% που σημειώθηκε κατά την ίδια σύγκριση του έτους 2009 προς το 2008. Ο μέσος Δείκτης του δωδεκαμήνου Δεκεμβρίου 2009 - Νοεμβρίου 2010, σε σύγκριση προς τον ίδιο Δείκτη του δωδεκαμήνου Δεκεμβρίου 2008 - Νοεμβρίου 2009, παρουσίασε αύξηση 4,5%, έναντι αύξησης 1,2% που σημειώθηκε κατά τα αντίστοιχα προηγούμενα δωδεκάμηνα. Πάντως, πέρα από τα επίσημα νούμερα της ΕΛ.ΣΤΑΤ, υπάρχει και η πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες με αλλεπάλληλες αυξήσεις σε τρόφιμα, βενζίνη, τσιγάρα, δίδακτρα, τέλη κυκλοφορίας, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, ασφάλιστρα και άλλα πολλά που φτιάχνουν έναν μεγάλο κατάλογο.
Επιπλέον, συνεχώς έρχονται στο φως της δημοσιότητας στοιχεία για τις εναρμονισμένες πρακτικές των σουπερμάρκετ, οι οποίες εκτοξεύουν στα ύψη τις τιμές των προϊόντων. Συγκεκριμένα, τιµές-καρµπόν καταγράφονται σε ίδια προϊόντα που πωλούνται στα ράφια διαφορετικών σούπερ µάρκετ, με αποτέλεσμα ο έλληνας καταναλωτής να είναι εγκλωβισμένος σε µια αγορά στην οποία κάθε άλλο παρά λειτουργεί ο ανταγωνισµός. Ταυτόχρονα είναι αναγκασμένος να πληρώνει και ακριβότερα σε σχέση µε τους άλλους Ευρωπαίους τα ίδια προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών που πωλούνται στην Ελλάδα. Κατόπιν αυτών,
Ερωτάται ο Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας
1. Τι μέτρα προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση για να βελτιώσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά;
2. Εξετάζει η κυβέρνηση, εν μέσω κρίσης, την επιβολή ανώτατου πλαφόν στις τιμές τουλάχιστον ορισμένων βασικών καταναλωτικών αγαθών;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.