Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

«Πράσινο φως» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για αποθεματοποίηση ελαιολάδου από Συνεταιριστικές αγροτικές επιχειρήσεις

«Μια εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε ελαιοπαραγωγούς, ελαιοτριβεία και συνεταιρισμούς ελαιοπαραγωγών μπορεί να συνάπτει συμβάσεις για ιδιωτική αποθεματοποίηση με σκοπό τη στήριξη της τιμής του ελαιολάδου» αποφάνθηκε την 1η Οκτωβρίου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε σχετικό ερώτημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας. Με αυτή την απόφαση μπορεί να προχωρήσει η ισπανική συνεταιριστική εταιρία CECASA σε ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου, χωρίς κοινοτική χρηματοδότηση.

Αναλυτικότερα, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο εξέδωσε την 1/10/2009, την...

απόφαση: C-505/07, Compañía Española de Comercialización de Aceite, SA (CECASA) κατά Asociación Española de la Industria y Comercio Exportador de Aceite de Oliva (ASOLIVA), Asociación Nacional de Industriales Envasadores y Refinadores de Aceites Comestibles (ANIERAC) και Administración del Estado. Στην οποία αναφέρονται τα εξής:

«Αποθεματοποίηση του ελαιολάδου χωρίς κοινοτική χρηματοδότηση»

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά τον κανονισμό 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών.

Η Cecasa είναι ανώνυμη εταιρία ισπανικού δικαίου, το 68 % των μετοχών της οποίας ανήκει σε ελαιοπαραγωγούς, ελαιοτριβεία και συνεταιρισμούς, ενώ το υπόλοιπο 32 % είναι κατανεμημένο μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων. Οι ελαιοπαραγωγοί μέτοχοι της εταιρίας αυτής αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεταξύ 50 % και 60 % της ισπανικής παραγωγής ελαιολάδου.

Το 2001 η Cecasa υπέβαλε στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές αίτηση ειδικής απαλλαγής, προκειμένου να της επιτραπεί να ιδρύσει επιχείρηση εμπορίας ελαιολάδου, με κύριο σκοπό την αποφυγή της πτώσης των τιμών ελαιολάδου κάτω από ορισμένο όριο, και συγκεκριμένα από το 95 % περίπου της προϊσχύουσας τιμής παρέμβασης· προς τούτο η επιχείρηση αυτή θα αγόραζε ελαιόλαδο μόλις η τιμή μειωνόταν κάτω από το όριο αυτό και θα το διέθετε εκ νέου στην αγορά σε περίπτωση ανάκαμψης των τιμών.

Το Tribunal de Defensa de la Competencia (ισπανική αρχή για τον ανταγωνισμό) έκρινε ότι σκοπός της αίτησης ήταν η σύναψη συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστών για τη διατήρηση της τιμής του ελαιολάδου σε υψηλά επίπεδα κατά τις περιόδους πλεονασματικής παραγωγής, οπότε απέρριψε την αίτηση αυτή.

Η διαφορά κατέληξε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας το οποίο και υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του ανωτέρω κανονισμού.



Ο μηχανισμός ρύθμισης της αγοράς που προβλέπει ο κανονισμός 133/66

Το δικαστήριο ερωτά αν μια ανώνυμη εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε ελαιοπαραγωγούς, ελαιοτριβεία και συνεταιρισμούς ελαιοπαραγωγών και σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καλύπτεται από την έννοια των «οργανισμών» που μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις αποθεματοποίησης σύμφωνα με τον κανονισμό 136/66, ο οποίος ορίζει:

«Προκειμένου να ρυθμιστεί η αγορά σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της σε ορισμένες περιφέρειες της Κοινότητας, μπορεί να αποφασιστεί να επιτραπεί σε οργανισμούς που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις και είναι εγκεκριμένοι από τα κράτη μέλη να συνάψουν συμφωνητικά αποθεματοποίησης για το ελαιόλαδο που θέτουν σε εμπορία.»

Κατά το ΔΕΚ, ο μηχανισμός αποθεματοποίησης εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις ιδιωτικής αποθεματοποίησης με κοινοτική χρηματοδότηση. Αντίθετα, εφόσον οι επιχειρηματίες δεν προτίθενται να ζητήσουν κοινοτική ενίσχυση, η ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 136/66.

Κατά συνέπεια, δεν αντιβαίνει στον κανονισμό 136/66 ο μηχανισμός αγορών και αποθεματοποίησης ελαιολάδου, ο οποίος στηρίζεται σε ιδιωτική συμφωνία και χρηματοδότηση και δεν έχει υποβληθεί στη διαδικασία έγκρισης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Πάντως, η καθιέρωση ενός τέτοιου μηχανισμού, για τον οποίο δεν παρέχεται κοινοτική ενίσχυση, δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου οι διατάξεις του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου.

Η έκταση των αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών στον τομέα του ανταγωνισμού στην περίπτωση που μια συμφωνία επιχειρήσεων που δρουν στην εθνική αγορά ελαιολάδου έχει επιπτώσεις σε κοινοτικό επίπεδο



Το ΔΕΚ υπενθυμίζει ότι το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζονται εκ παραλλήλου· το πρώτο εξετάζει τα εμπόδια που δημιουργούν ενδεχομένως οι πρακτικές στο ενδοκοινοτικό εμπόριο· οι εσωτερικές νομοθεσίες είναι διαπνεόμενες από αρχές που προσιδιάζουν σε καθεμία από αυτές.

Λόγω της παράλληλης αυτής εφαρμογής, το γεγονός ότι μια συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων που δρουν στον τομέα που διέπεται από την κοινή οργάνωση αγορών είναι ικανή να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποκλειστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

Οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές, εφόσον απέχουν αφενός από τη λήψη κάθε μέτρου που θα έθιγε την κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα του ελαιολάδου και αφετέρου από τη λήψη αποφάσεων που αντιβαίνουν στην απόφαση της Επιτροπής, μπορούν να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού στις συμφωνίες που μπορούν να επηρεάσουν την αγορά ελαιολάδου σε κοινοτική κλίμακα.

Οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές έχουν την εξουσία να ελέγχουν και, συνεπώς, να απαγορεύουν τους μηχανισμούς αποθεματοποίησης ελαιολάδου που αφενός έχουν συμφωνηθεί και χρηματοδοτούνται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 12α του κανονισμού 136/66 και αφετέρου είναι ικανοί να επηρεάζουν την κοινοτική αγορά.

ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ:

1) Μια ανώνυμη εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε ελαιοπαραγωγούς, ελαιοτριβεία και συνεταιρισμούς ελαιοπαραγωγών και κατά το υπόλοιπο μέρος σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μπορεί να αποτελεί «οργανισμό» κατά την έννοια του άρθρου 12α του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1638/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, στον οποίο μπορεί να επιτραπεί η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικής αποθεματοποίησης ελαιολάδου σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

2) Η «έγκριση από το κράτος μέλος», που πρέπει να έχει παρασχεθεί στους οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 12α του κανονισμού 136/66, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1638/98, μπορεί να παρέχεται κατόπιν αίτησης για τη χορήγηση ειδικής απαλλαγής («άδειας») που υποβάλλεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές έχουν πράγματι τα μέσα να εξακριβώνουν την ικανότητα του αιτούντος οργανισμού να προβαίνει στην ιδιωτική αποθεματοποίηση ελαιολάδου τηρώντας τις προϋποθέσεις του νόμου.

3) Δεν αντιβαίνει στο άρθρο 12α του κανονισμού 136/66, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1638/98, ο μηχανισμός αγορών και αποθεματοποίησης ελαιολάδου, ο οποίος στηρίζεται σε ιδιωτική συμφωνία και χρηματοδότηση και δεν έχει υποβληθεί στη διαδικασία έγκρισης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές, εφόσον απέχουν αφενός από τη λήψη κάθε μέτρου που θα παρέκκλινε ή θα έθιγε την κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα του ελαιολάδου και αφετέρου από τη λήψη αποφάσεων που αντιβαίνουν στην απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή δημιουργούν τον κίνδυνο αντίφασης προς την απόφαση αυτή, μπορούν να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού στις συμφωνίες που μπορούν να επηρεάσουν την αγορά ελαιολάδου σε κοινοτική κλίμακα.

Για περισσότερες πληροφορίες η περίληψη και το κείμενο της απόφασης υπάρχουν στην ιστοσελίδα:

http://curia.europa.eu/jurisp/cgi-bin/form.pl?lang=el&Submit=Submit&alldocs=alldocs&numaff=c-505/07
ΠΑΣΕΓΕΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.