Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Φυσιολογική ακουστική- Ακουστική χώρων.

Τα ακουστικά κύματα που παράγονται από πηγές ήχου, όταν πέσουν πάνω σε ανθρώπινο αυτί, διεγείρουν το ακουστικό όργανο που στη συνέχεια μετατρέπει τα ακουστικά ερεθίσματα σε νευρικά σήματα.
Το ακουστικό .........

όργανο αποτελείται γενικά από τρία τμήματα: εξωτερικό, κεντρικό και εσωτερικό. Το εξωτερικό τμήμα του αυτιού αποτελείται από το ακουστικό πτερύγιο, τον ακουστικό πόρο και το τύμπανο.

Το πτερύγιο αποτελεί ένα είδος χοάνης η οποία στρέφει τα ακουστικά κύματα προς το εσωτερικό του αυτιού, εμποδίζοντας παράλληλα σε κάποιο βαθμό τα κύματα που προέρχονται από το πίσω μέρος της κεφαλής. Το ακουστικό κανάλι (πόρος) έχει μήκος 2,5 εκατοστά και διάμετρο 0,5 εκατοστά περιπου. Το κανάλι αυτό τελειώνει με το τύμπανο που αποτελείται από μια λεπτή μεμβράνη σε σχήμα κώνου.

Το κεντρικό αυτί, όπως και το εξωτερικό, περιέχει μέσα του αέρα. Για την εξισορρόπηση της τυχόν διαφοράς στατικής πίεσης μεταξύ του εξωτερικού και του κεντρικού αυτιού, που θα είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη μετατόπιση της μεμβράνης, υπάρχει ένας στενός αγωγός (ευσταχιανη σάλπιγγα) που συνδέει το κεντρικό αυτί με την ατμόσφαιρα μέσω του επιφαρυγγα. Στο κεντρικό αυτί βρίσκονται τρία οστά: η σφύρα, ο άκμονας και ο αναβολέας. Η σφύρα συνδέεται με το τύμπανο μεταδίδοντας τις ταλαντώσεις της μεμβράνης μέσω άκμονα και αναβολέα προς το εσωτερικό αυτί. Τα παραπάνω οστά αποτελούν ένα είδος μηχανικού μετασχηματιστή που προσαρμόζει τη σύνθετη μηχανική αντίσταση του εσωτερικού αυτιού με την ειδική ακουστική αντίσταση του αέρα που βρίσκεται μέσα στο ακουστικό κανάλι. Η προσαρμογή αυτή είναι περίπου 1:50.

Το εσωτερικό αυτί αποτελείται από ένα ελικοειδώς όργανο μέσα στο οποίο γίνεται η μετατροπή των μηχανικών κινήσεων σε νευρικά σήματα.
Από τα προηγούμενα λοιπόν φαίνεται ότι το φάσμα των ακουστικών συχνοτήτων είναι περιορισμένο από την ανατομία του ανθρώπινου αυτιού. Η ελαχίστη ακουστή συχνότητα είναι περίπου 16 Hz, ενώ η μεγιστη20 KHz και μειώνεται με την ηλικία, μέχρι και τα 10 KHz. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εντάσεις του ήχου. Οι μικρές εντάσεις δεν ακούγονται καθόλου, ενώ οι πολύ μεγάλες εντάσεις προκαλούν πόνο η ακόμη και βλάβη στο αυτί.
Ήχοι με συχνότητα κάτω από 16 Hz ονομάζονται υπόηχοι ενώ ήχοι με συχνότητα πάνω από 16000 Hz ονομάζονται υπέρηχοι.
Η υποκειμενική αίσθηση της έντασης του ήχου είναι η ακουστότητα, η οποία, όπως και η ένταση, εξαρτάται από τη συχνότητα. Βέβαια, με την αύξηση της έντασης του ήχου, αυξάνει και η ακουστότητα, αλλά για δυο τόνους με την ίδια ένταση και διαφορετική συχνότητα, η ακουστότητα τους μπορεί να είναι διαφορετική. Επειδή η ακουστότητα είναι ένα υποκειμενικό φαινόμενο, αναφέρεται πάντοτε σε ακουστότητα ενός συγκεκριμένου τόνου με γνωστή συχνότητα και ένταση. Ο τόνος αυτός καθορίστηκε το 1937 ως τόνος των 1000 Hz.

Το φάσμα από 20 Hz έως 20000 Hz χωρίζεται σε 10 οκτάβες, με κεντρικές συχνότητες:
31,5 63, 125, 250,500,1000, 2000, 4000, 8000,16000 Hz.
Για λόγους ευκολίας, για συχνότητες πάνω από τα 1000 Hz και τα τρία μηδενικά αντικαθίστανται από το γράμμα k (1000 Hz= 1 KHz)
Η ένταση του ήχου αλλάζει με τη συχνότητα για την ίδια ακουστότητα
Ίδιες αλλαγές της έντασης προκαλούν διαφορετικές αλλαγές της ακουστότητας για διαφορετικές συχνότητες
Η ακοή επηρεάζεται κατά κάποιο τρόπο λογαριθμικά από τις εξωτερικές διεγέρσεις.
Το αυτί αναγνωρίζει 2000 διαφορετικούς τόνους μεταξύ 50 και 8000 Hz. Τα παραπάνω αφορούν μόνο καθαρούς τόνους και όχι σύνθετους ήχους, όπου η αναγνώριση μπορεί να γίνεται στη διαφορά των αρμόνικων. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να αναγνωριστούν δυο τόνοι των 60 και 62 Hz, ενώ οι σύνθετοι ήχοι με αυτές τις βασικές συχνότητες μπορούν να αναγνωριστούν χάρη στη διαφορά που έχουν στην τέταρτη αρμονική τους, που είναι 8 Hz. Επίσης ενδιαφέρει πολύ ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για να αναγνωριστεί κάποιος ήχος. Μετά από έρευνες προκύπτει ότι για την αναγνώριση ενός τόνου των 128 Hz χρειάζεται χρόνος τουλάχιστον 4-5 περιόδων.

Μείωση της ακοής
Το δυναμικό πεδίο της ανθρώπινης ακοής είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά έχει συγκεκριμένα όρια. Ως άνω όριο στάθμης αναφέρονται συνήθως τα 120 db. Στη στάθμη αυτή, ανεξάρτητα από τη συχνότητα, εμφανίζονται σημαντικές ενοχλήσεις η και πόνοι στα τύμπανα. Πάνω από τη στάθμη αυτή υπάρχει άμεσος κίνδυνος καταστροφής της ακοής.
Εκτός από τους κινδύνους απώλειας της ακοής, η ικανότητα ακοής μειώνεται και από άλλες αιτίες. Έτσι έχουμε τη φυσιολογική μείωση της ακουστικής ευαισθησίας λόγω ηλικίας, η οποία ονομάζεται πρεσβυκοια.
Το δυναμικό πεδίο της ανθρώπινης ακοής, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά έχει συγκεκριμένα όρια. Στα 140 db η πίεση είναι περίπου όση με τα όρια της μηχανικής αντοχής του τυμπάνου. Ταυτόχρονα στη στάθμη αυτή επηρεάζονται σημαντικά και άλλες λειτουργίες και αρχίζει κίνδυνος καταστροφής και για άλλα όργανα εκτός από το αυτί.

Ενάντια στις επικίνδυνες ηχητικές πιέσεις, η φύση έχει προβλέψει δυο σημαντικούς μηχανισμούς άμυνας. Ο πρώτος αφορά το τύμπανο και ονομάζεται ακουστική αντίδραση. Όταν εμφανιστεί ήχος με στάθμη μεγαλύτερη από 90db και διάρκεια μεγαλύτερη από 10 msec δραστηριοποιείται αυτόματα ο τυμπανικός τένοντας. Ο οποίος μειώνει την ευαισθησία του τυμπάνου κάνοντας το πιο άκαμπτο, προφυλάσσοντας έτσι το υπόλοιπο όργανο.
Ο δεύτερος μηχανισμός άμυνας αφορά το εσωτερικό τμήμα του αυτιού. Όταν η στάθμη του ήχου πλησιάζει τα 140 db, τα οστάρια, που με την ταλάντωση τους μεταδίδουν το σήμα στο εσωτερικό του οργάνου, αλλάζουν την κατεύθυνση ταλαντώσεως κατά 90 μοίρες, προστατεύοντας έτσι το υπόλοιπο όργανο από την πλήρη καταστροφή.

Εκτός λοιπόν από τη φυσιολογική μείωση της ευαισθησίας λόγω ηλικίας, μπορεί να παρατηρηθεί πρόσθετη μείωση της ευαισθησίας, λόγω συνεχούς έκθεσης σε θόρυβο, σε στάθμη πολύ πιο κάτω από το όριο πόνου που αναφέρθηκε (πχ 100 db). Η μείωση αυτή οφείλετε συνήθως στην επαγγελματική απασχόληση.
Η έκθεση για λίγα λεπτά σε θόρυβο στάθμης 100 db προκαλεί μείωση στην ευαισθησία ακοής, η οποία περιορίζεται σε μια περιοχή συχνοτήτων και υποχωρεί μετά από μερικές ώρες. Αν η έκθεση αυτή επαναλαμβάνεται καθημερινά, για μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε ημέρα (πχ 8 ώρες), και ο οργανισμός δεν προλαβαίνει να επαναφέρει την ευαισθησία ακοής στα φυσιολογικά όρια στον κύκλο του 24ωρου, τότε η μείωση της ευαισθησίας αυξάνεται καθημερινά.
Η συνεχώς αυξανομένη αυτή μείωση της ευαισθησίας ανακόπτεται εφόσον το άτομο απομακρυνθεί από το θορυβώδες περιβάλλον μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (που μπορεί να είναι και ένα δυο- χρόνια) η ακοή επανέρχεται στη φυσιολογική της κατάσταση. Πέρα όμως από ένα όριο εκθέσεως, η ικανότητα επαναφοράς του οργανισμού περιορίζεται η χάνεται εντελώς και η μείωση της ευαισθησίας γίνεται μόνιμη.

ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΧΩΡΩΝ.
Βασική απαίτηση σε χώρους που προορίζονται για ομιλίες και διαλέξεις όπως τα αμφιθέατρα, είναι να ακούει καθαρά ο κάθε ακροατής ο,τι λέει ο ομιλητής. Ακόμα πρέπει να διατηρείται η ποιότητα και οι αποχρώσεις της φωνής του ομιλητή.
Οι ήχοι της ομιλίας αποτελούνται από μια ροη ποικίλων συνδυασμών ήχων, φωνήεντων και συμφώνων. Στους συνδυασμούς αυτούς υπάρχουν ορισμένοι επικρατέστεροι τόνοι, που χαρακτηρίζουν τη φωνή του ομιλητή. Ο βασικός τόνος της φωνής καθορίζεται από το ρυθμό των ταλαντώσεων των φωνητικών χορδών και κανονικά έχει μια συχνότητα στην περιοχή των 125 Hz για ανδρικές φωνές και 250 Hz για τις γυναίκες.

Όταν ακούει κανείς έναν ομιλητή που μιλαει από πολύ κοντά και σε χαμηλό τόνο, οι διαδοχικές συλλαβές φτάνουν η μια μετά την άλλη, εντελώς ξεχωρισμένες και η φωνή είναι κατανοητή. Αν, αντίθετα, ο ομιλητής υψώνει τη φωνή του μέσα σε ένα μεγάλο χωρο, ο χρόνος που διαρκεί η κάθε συλλαβή παρατείνεται και οι διαδοχικές συλλαβές συμπίπτουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση και να χάνεται η ευκρίνεια.
Για να ακούει καλά ο κάθε ακροατής, πρέπει ο ήχος που φτάνει στα αυτιά του να έχει μια ορισμένη ένταση. Ο ομιλητής μπορεί να υψώσει τη φωνή του για να κανονίσει την ένταση αλλά υπάρχει πάντα καθορισμένο όριο στις ικανότητες του, εφόσον δεν χρησιμοποιεί σύστημα ενισχύσεως της φωνής. Βασικό είναι η κατανόηση της ομιλίας να γίνεται αβίαστα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ειδικά αν η αίθουσα είναι μεγάλη.

Σε αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη ότι θα υπάρχει πάντοτε ένα ελάχιστο εξωτερικού θορύβου που τείνει να καλύψει τον ήχο. Είναι γνωστό ότι η αντήχηση από τη μια υψώνει την ένταση του ήχου, από την άλλη όμως η μεγάλη αντήχηση μπορεί να εμποδίζει στην ακουστικότητα. Σε μερικά μεγάλα κτίρια, όπως σε ένα κλειστό γήπεδο, η αντήχηση μπορεί να κρατήσει μέχρι 15 δευτερόλεπτα. Όταν λοιπόν η ομιλία γίνεται σε ένα τέτοιο χωρο δυο αποτελέσματα είναι αμέσως φανερά: Πρώτο, η κατανοητικοτητα υποφέρει σοβαρά, επειδή ο ήχος κάθε συλλαβής καλύπτεται από την αντήχηση της προηγούμενης συλλαβής. Δεύτερο, ακόμα και αν ο ομιλητής δεν έχει δυσκολία να παρέχει επαρκή ηχητική ενέργεια, είναι δυνατό να εμποδίζεται σε αυτό από τους θορύβους που δημιουργούνται λόγω της αντήχησης για κάθε ήχο που εκφέρει.

Τεστ κατανοητικοτητας έχουν γίνει σε χώρους με διαφορετική αντήχηση και διαφορετικό όγκο και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ποσοστιαία αναλογία στη συλλαβιστή άρθρωση (δηλαδή σε κατανοητές συλλαβές) ελαττώνεται καθώς ο χρόνος αντήχησης και ο όγκος του δωματίου αυξάνει.
Η πράξη εξάλλου δείχνει πως ένας ομιλητής πρέπει να προσπαθεί να ομιλεί πιο αργά και δυνατά όταν είναι σε ένα μεγάλο χωρο και απευθύνεται σε ένα μεγάλο ακροατήριο. Αυτό βοηθά σε κάποιο βαθμό να αντισταθμίζει την ελαττουμενη κατανοητικοτητα που προξενείτε από την αντήχηση.
Άρα κύριο στοιχείο στη διαμόρφωση του ακουστικού αποτελέσματος αποτελεί πάντοτε ο χρόνος αντήχησης.
Όλες οι βασικές γνώσεις για την επίδραση του δωματίου πάνω στο ηχητικό αποτέλεσμα του συστήματος σας και μερικές απλές πρώτες βοήθειες.
Ξοδέψατε μια περιουσία για το ηχοσύστημα των ονείρων σας , το στήσατε με πολλή προσοχή και μεράκι στο μέρος όπου θα έμελλε να γίνει ο ιερός χώρος ακρόασης του σπιτιού σας αλλά μόνο προς κακή σας τύχη και έκπληξη διαπιστώσατε ότι ο χώρος αυτός δεν συνεργάζεται με την υπόλοιπη ηχητική αλυσίδα αλλοιώνοντας δραματικά το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.

Ο χώρος ακρόασης μαζί και τα υπόλοιπα μέρη της ηχητικής αλυσίδας, τα ενισχυτικά, τις πηγές και τα ηχεία είναι ένα αναπόσπαστο σύστημα που επηρεάζει άμεσα την τελική ποιότητα του ήχου.
Δυστυχώς όμως επικεντρώνοντας την προσοχή μας μόνο στα άλλα κομμάτια της ηχητικής αλυσίδας, τις περισσότερες φορές αγνοούμε την επίδραση που μπορεί να έχει ο χώρος στη μουσική που παίζουμε μέσα σε αυτόν. Βέβαια, αυτό εν μέρει είναι δικαιολογημένο μιας και οι περισσότεροι ζούμε σε διαμερίσματα όπου ο χώρος είναι πολύτιμο και ακριβό αγαθό και δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να τον αλλάξουμε, αλλά και γιατί όλοι μας είμαστε, άλλοι λίγο και άλλοι πολύ, περισσότερο γνώριμοι με τους ενισχυτές και τα ηχεία απ ότι με την ακουστική των χώρων. Αυτό μας έχει οδηγήσει στο να μυθοποιήσουμε τον χώρο ακρόασης και να αποκρύψουμε πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει στην ποιότητα της μουσικής. Τα μυστήρια του χώρου ακρόασης έχουν δώσει μάλιστα τροφή σε προκαταλήψεις που οδηγούν ως συνήθως σε λανθασμένες εκτιμήσεις και ενέργειες. Χτυπητό παράδειγμα είναι η παρεξηγημένη χρήση του όρου 'απορροφητικά υλικά' στην βελτίωση της ακουστικής ενός χώρου. Υπάρχει η αίσθηση ότι αν γεμίσουμε ένα χώρο με τέτοια υλικά θα βελτιώσουμε την ακουστική του πράγμα που είναι λάθος.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μπορεί κανείς να συναντήσει συστήματα πολλών χιλιάδων ευρώ να σχετίζονται με χώρους τραγικής ηχητικής απόδοσης. Ένα άλλο σημείο συχνής παρεξήγησης είναι η σύγχυση των δυο βασικών παραγόντων στην ακουστική χώρου: των ιδιορρύθμων του δωματίου και της αντήχησης. Παρότι τα δυο φαινόμενα είναι συγγενικά και αλληλεπιδρούν, παρότι η προσπάθεια μεταβολής του ενός επηρεάζει και το άλλο καλό είναι να μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε σαν ξεχωριστά φαινόμενα ώστε να κατανοούμε καλύτερα τους μηχανισμούς και κανόνες που αυτά διέπουν. Κάθε χώρος χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική του σχεδίαση και την εσωτερική διακόσμηση. Οι διαστάσεις ενός δωματίου ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τους ιδιόρρυθμους του δωματίου που μπορούν να δημιουργήσουν τεράστια και δυσεπίλυτα ακουστικά προβλήματα. Αν βάλουμε να παίζει μουσική με έντονο περιεχόμενο μπάσων από δυο ηχεία σε ένα δωμάτιο και αρχίσουμε να περπατάμε σε διάφορα σημεία του εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ένταση των χαμηλών συχνοτήτων αυξομειώνεται ανάλογα με τη θέση στο δωμάτιο.
Η αυξομείωση των χαμηλών συχνοτήτων ανάλογα με τη θέση στο δωμάτιο δεν οφείλεται στα ηχεία που είναι παντοκατευθυντικα σε αυτές τις συχνότητες αλλά στις γεωμετρικές διαστάσεις και ιδιότητες του δωματίου. Σε ένα κυβικό δωμάτιο τα φαινόμενα είναι εντονότερα από ότι σε ένα ακανόνιστου σχήματος ενώ όσο μεγαλύτερο είναι το δωμάτιο τόσο σε χαμηλότερες συχνότητες μεταφέρεται το φαινόμενο.

Η αντήχηση από την άλλη πλευρά είναι αυτή που κάνει κάθε χώρο να έχει τη δική του ακουστική ταυτότητα. Θα έχετε παρατηρήσει ότι αν βρεθείτε σε ένα άδειο δωμάτιο και χτυπήσετε παλαμάκια ο ήχος που παράγεται δεν είναι κοφτός, αλλά συνεχίζεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να σβήσει.
Αυτό οφείλεται στην αντήχηση του χώρου. Αν επαναλάβετε το ίδιο πείραμα στον ίδιο χώρο αλλά πλήρως επιπλωμένο (όπως ένα κοινό καθιστικό) θα δείτε ότι το φαινόμενο δεν έχει την ιδία ένταση με την προηγούμενη περίπτωση. Έτσι στον πρώτο και στον δεύτερο χώρο θα έχουμε σαφώς διαφορετικά ακούσματα. Σήμερα υπάρχει ένας ολόκληρος κλάδος που ασχολείται με την ακουστική χώρων. Ειδικά εκπαιδευμένοι τεχνικοί εξοπλισμένοι με τα κατάλληλα όργανα μέτρησης αναλαμβάνουν να αναλύσουν και σχεδιάσουν την ακουστική του χώρου βάσει της χρήσης του και του επιθυμητού χρόνου αντήχησης.

Ο ήχος σε κλειστό χώρο
Μια πηγή ήχου μέσα σε ένα δωμάτιο, όπως τα ηχεία μας, παράγει ηχητικά κύματα διαφόρων συχνοτήτων. Τα ηχητικά κύματα ξεκινούν από την πηγή και καθώς συναντούν διάφορα εμπόδια στον δρόμο τους συμπεριφέρονται ανάλογα, ακλουθώντας πάντα τους κανόνες των κυμάτων.
Δηλαδή ανακλώνται, διαθλώνται περιθλώνται η απορροφώνται. Όταν ένα κύμα συναντήσει κάποιο εμπόδιο του οποίου οι διαστάσεις είναι μεγαλύτερες από το μήκος κύματος και ισχύει ότι η γωνία πρόσπτωσης του κύματος θα είναι ιση με την γωνία ανάκλασης. Επίσης τα ηχητικά κύματα περιθλωνται, δηλαδή αλλάζουν διεύθυνση καθώς περνούν από μια ακμή. Ένα ηχητικό κύμα που διαπερνάει ένα αντικείμενο αλλάζοντας τη διεύθυνση του λέμε ότι διαθλάται. Καθώς το ηχητικό κύμα προσκρούει στα διάφορα αντικείμενα του χώρου ένα μέρος της ενέργειας τους μπορεί να ανακλάται, να διαθλάται η να περιθλαται, και ένα άλλο να απορροφάται, δηλαδή να χάνεται η στην πραγματικότητα η ενέργεια αυτή να μετατρέπεται σε θερμότητα. Η απορρόφηση των κυμάτων εξαρτάται από τον τύπο του υλικού που προσκρούουν επάνω και από τη συχνότητα του κύματος.

Τζάμια, λείοι τοίχοι και καθρέπτες έχουν πολύ μικρή έως ανύπαρκτη απορροφητικότητα και γι αυτό και τις λέμε ανακλαστικές επιφάνειες. Αντιθέτως, οι βαριές πτυχωμένες κουρτίνες, τα χαλιά και διάφορα πορώδη υλικά έχουν μεγάλη απορροφητικότητα.
Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν για να βελτιώσουμε την ακουστική του δωματίου;
Θα πρέπει να ξέρετε μερικά πράγματα για τα υλικά και τα αντικείμενα που συναντάμε στα σπίτια μας από ηχητική άποψη.
Τα χαλιά, οι κουρτίνες, οι μοκέτες απορροφούν περισσότερο τις υψηλές συχνότητες από τις μεσαίες και δεν κάνουν σχεδόν τίποτα στις χαμηλομεσαιες και στις χαμηλές.
Στην περιοχή των μπάσων θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε συντονισμένα πάνελ για να μπορέσετε να επέμβετε παραπάνω. Οι συνήθεις κατασκευές με τοίχους από τούβλο και τσιμέντο η άλλα σκληρά πατώματα ελάχιστα απορροφούν τα μπάσα.
Αντίθετα, τοίχοι και ταβάνια από γυψοσανίδα καθώς και οι υαλοπίνακες απορροφούν πολύ καλύτερα τα μπάσα από τα μεσαία και δεν απορροφούν καθόλου μεσουψηλες και υψηλές εφόσον είναι βαμμένα.

Όσο πιο άγριοι είναι οι τοίχοι τόσο περισσότερες υψηλές και μεσαίες απορροφούν. Στοκαρισμένοι και βαμμένοι τοίχοι απορροφούν ελάχιστα μεσαίες και υψηλές.
Το ξύλο απορροφά κυρίως τις υψηλές συχνότητες αν είναι χοντρό η κολλημένο σε τοίχο η πάτωμα. Το κλασσικό ξύλινο πάτωμα με το κενό από κάτω και το λουστράρισμα απορροφά πολύ καλύτερα τις χαμηλές συχνότητες.
Η παραπάνω παρατήρηση ισχύει και για τα άτομα που βρίσκονται στο δωμάτιο και τα οποία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε. Τελικά για να ισορροπήσουμε το χρόνο αντήχησης θα χρειαστούμε επιφάνειες και αντικείμενα με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Θα χρειαστούμε και υλικά που απορροφούν τις υψηλές, που είναι άφθονα στο σπίτι μας αλλά και υλικά που απορροφούν μόνο τις χαμηλές που είναι σπανιότερα (π.χ. μεγάλους υαλοπίνακες, ελαφριάς κατασκευής τοίχους, συντονισμένα πάνελ κλπ). Τα διαφόρων χαρακτηριστικών υλικά πρέπει να είναι διασκορπισμένα στο δωμάτιο και όχι όλα σε ένα τοίχο. Σημαντικό ρόλο παίζει και η διάχυση του ήχου μας. Η διάχυση βοηθά πολύ την εξομάλυνση των διαφόρων ηχητικών χαρακτηριστικών.

Είναι εύκολο να πετύχουμε διάχυση ακόμα με την ύπαρξη μικρών τραπεζιών, διακοσμητικών αντικειμένων, φωτιστικών, βιβλιοθηκών με βιβλία κ.α. Οι διάφοροι γραμμικοί ισοσταθμιστες σήματος δηλαδή ηλεκτρονικές διατάξεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε προενισχυτη και τελικό ενισχυτή και ρυθμίζουν την απόκριση του σήματος σε πολλές περιοχές, μπορούν να δώσουν λύση κατά περίπτωση και ιδιαίτερα εάν είναι ψηφιακοί δηλαδή κάνουν την επεξεργασία με ψηφιακό σήμα. Συνήθως όμως αποφεύγονται γιατί και δεν λύνουν πολλά προβλήματα και προσθέτουν αλλοιώσεις στο ηχητικό μας σήμα. Η απομόνωση από τους εξωτερικούς θορύβους καθώς και το αντίστροφο, δηλαδή να μην ενοχλούμε εμείς τους άλλους είναι εξαιρετικά δυσεπίλυτα προβλήματα, ιδιαίτερα σε έτοιμες κατασκευές. Όσοι τυχεροί φτιάχνετε κάτι από την αρχή και έχετε την οικονομική ευχέρεια μπορείτε να πάρετε διάφορες προφυλάξεις. Απευθυνθείτε σε ένα ειδικό γραφείο που αναλαμβάνουν τις ηχητικές μονώσεις των χώρων διασκέδασης η των στούντιο ηχογράφησης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΣΕΛΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ - ΡΑΔΙΟΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.