Τους εύπορους, δηλαδή τους έχοντες και κατέχοντες, προτιμούν να δανείζουν οι τράπεζες στην Ελλάδα για να διασφαλίσουν τα κεφάλαιά τους, αδιαφορώντας για τις ανάγκες της κοινωνίας και αποδεικνύοντας την έντονη ταξικότητα του συστήματος.
Παρ' όλα αυτά ο δανεισμός των εγχώριων νοικοκυριών πλησιάζει τις ταχύτητες της ευρωζώνης και το καμπανάκι κινδύνου ηχεί. Το εκπληκτικό στοιχείο, ωστόσο, που προκύπτει από την έρευνα της Τράπεζας Ελλάδας που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, είναι το ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν...
κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους, αφού αποκλείουν εκείνους που χρειάζονται πραγματικά το τραπεζικό χρήμα, επειδή ίσως δεν τα αποπληρώσουν.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του 2007 , που επεξεργάστηκαν οι κ. κ. Θεόδωρος Μητράκος και Γιώργος Συμιγιάννης, δείχνουν ότι το μέσο χρέος των νοικοκυριών αυξάνεται με την άνοδο του εισοδήματος και της περιουσίας, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων.
Ειδικότερα, τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα έχουν σχετικά μικρή πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, η οποία μειώνεται σταδιακά, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών με χρέος τα οποία ανήκουν στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, καθώς και το μερίδιο των εν λόγω νοικοκυριών στο συνολικό χρέος των νοικοκυριών. «Η εξέλιξη αυτή", υποστηρίζουν οι ερευνητές, "ενδεχομένως υποδηλώνει μια σημαντική μεταβολή στη δανειοδοτική πολιτική των τραπεζών, η οποία, στο πλαίσιο της πιο αποτελεσματικής διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, φαίνεται ότι τα τελευταία έτη συγκεντρώνεται περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν στην προσέλκυση πελατείας από τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, δηλαδή πελατεία που κατά τεκμήριο μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα το χρέος της».
Η μελέτη επικεντρώνεται στη διερεύνηση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που προσδιορίζουν τόσο το ύψος και τα χαρακτηριστικά του δανεισμού των ελληνικών νοικοκυριών όσο και τη χρηματοοικονομική πίεση που ασκείται σε αυτά. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιεί τα πρωτογενή δεδομένα της τρίτης κατά σειρά έρευνας νοικοκυριών που διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος (το τελευταίο τρίμηνο του 2007). Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας προκύπτει ότι σχεδόν τα μισά ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν δανειακές υποχρεώσεις, αν και το ποσοστό των νοικοκυριών που οφείλει κάποιο δάνειο αυξήθηκε κατά πέντε περίπου εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα του 2005. Αυξημένος είναι επίσης και ο λόγος του χρέους των νοικοκυριών προς το εισόδημα, δηλαδή η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών. Ιδιαίτερα αυξημένη δανειακή επιβάρυνση, που προέρχεται κυρίως από μη ενυπόθηκα δάνεια, καταγράφεται για τα νοικοκυριά του δείγματος που βρίσκονται στο κατώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο, αν και το μερίδιο του χρέους αυτών των νοικοκυριών στο συνολικό χρέος των νοικοκυριών είναι πολύ περιορισμένο.
Ωστόσο, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο τελευταίων ερευνών, καταγράφεται επιδείνωση της χρηματοοικονομικής πίεσης, καθώς το ποσοστό των νοικοκυριών για τα οποία το κόστος εξυπηρέτησης υπερβαίνει το 40% του εισοδήματός τους αυξήθηκε κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες (στο 16% το 2007 από 12% το 2005). Η επιδείνωση αυτή συνδέεται άμεσα με την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων και την ταχεία αύξηση των τραπεζικών δανείων στην περίοδο μεταξύ των δύο ερευνών.
Η διαμονή σε αστικά κέντρα, ο αριθμός των εργαζόμενων μελών, η σύνθεση του νοικοκυριού και το συνολικό εισόδημα διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό, αναφέρει η έρευνα.
Συγκεκριμένα, η πιθανότητα αυτή είναι υψηλότερη για τα νοικοκυριά που διαμένουν στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος, για ζευγάρια με δύο ή περισσότερα παιδιά, για νοικοκυριά με αρχηγό ενδιάμεσης ηλικιακής ομάδας, υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και εργαζόμενο στον δημόσιο τομέα. Επίσης, η πιθανότητα δανεισμού αυξάνεται με την άνοδο του εισοδήματος, της περιουσίας και του αριθμού των εργαζόμενων μελών του νοικοκυριού. Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική πίεση στα υπόχρεα νοικοκυριά, η οποία προέρχεται κυρίως από τα μη στεγαστικά δάνεια, τείνει να μειώνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα και η καθαρή περιουσία των νοικοκυριών.
Τέλος, η μελέτη εκτιμά ότι η βελτίωση στην πληροφόρηση που έχουν στη διάθεσή τους τα πιστωτικά ιδρύματα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την καλύτερη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων. Θα πρέπει επιπρόσθετα οι τράπεζες να ακολουθούν συνετή και προνοητική πιστοδοτική πολιτική, δηλαδή να εφαρμόζουν τα κατάλληλα κριτήρια στις χορηγήσεις τους και να τιμολογούν με επάρκεια τους πιστωτικούς κινδύνους. Παράλληλα, τα νοικοκυριά θα πρέπει να σταθμίζουν προσεκτικά τις χρηματοοικονομικές τους ανάγκες και δυνατότητες λαμβάνοντας υπόψη και τις άλλες υποχρεώσεις τους και να ζητούν από τις τράπεζες να τους παρέχουν, όπως άλλωστε οφείλουν, αναλυτικές εξηγήσεις για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δανείων και τους κινδύνους που αυτά ενσωματώνουν.
Τσιπούρας Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.