«ΧΑΘΗΚΕ» ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Ανάστατη, εδώ και μέρες, είναι η τοπική κοινωνία στο Χαλαζώνι Τριφυλίας από τη μυστηριώδη εξαφάνιση αλλοδαπού, Αλβανού υπηκόου, ο οποίος τον τελευταίο ενάμιση μήνα διέμενε και εργαζόταν στο χωριό. Μάλιστα, όπως μας είπαν, «συνδέουν» την υφέρπουσα φημολογία που σοκάρει στην περιοχή με την εξαφάνιση του, σχετικά, νεαρού Αλβανού.
Στο Χαλαζώνι επικρατεί φόβος και ανησυχία, ...........
καθώς κάτοικοι «υποψιάζονται» πως υπαίτιοι για την εξαφάνιση είναι άλλοι αλλοδαποί της περιοχής. Εκείνο, δε, που τους κάνει να ανησυχούν περισσότερο και να πιστεύουν πως κάτι συνέβη, είναι το γεγονός πως στο σπίτι που διέμενε βρέθηκαν, μετά από έρευνα της Αστυνομίας, προσωπικά του είδη και αντικείμενα, τα ρούχα του, το τηλέφωνό του, ακόμα και φρούτα και βρασμένα αυγά.
Όπως μας είπαν από το Αστυνομικό Τμήμα Φιλιατρών, η Αστυνομία ενημερώθηκε για το περιστατικό της «εξαφάνισης» στις 19 Νοεμβρίου από τον πρόεδρο του Τοπικού Συμβουλίου Χαλαζωνίου και έσπευσε στο χωριό για να ερευνήσει την υπόθεση. Στο σπίτι όπου διέμενε ο Αλβανός υπήκοος δεν υπήρχε παραβίαση της πόρτας, ούτε σημάδια που να δείχνουν ότι έγινε πάλη του εξαφανισθέντος με άλλους. Αντίθετα, ήταν καθαρό και τα πράγματα, τα ρούχα, ακόμη και το κινητό του τηλέφωνο, ήταν εκεί.
Ο πρόεδρος του Τ.Σ. Χαλαζωνίου Διονύσιος Τσούλος (που ενημέρωσε σχετικά την Αστυνομία) με τον οποίο μιλήσαμε, μας δήλωσε πως είναι συγκλονισμένος από την εξαφάνιση, καθώς επρόκειτο για πολύ καλό παιδί, ευγενικό, ήρεμο, ήσυχο, εργατικό, που μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και διάβαζε… Όπως είπε χαρακτηριστικά, «το παιδί είχε έρθει εδώ και κάνα μήνα στο χωριό, μορφωμένος άνθρωπος, εργατικός, δούλεψε σ’ εμένα, δούλευε σε άλλους… Πήγαινε μεροκάματο με είκοσι – είκοσι πέντε ευρώ και άλλοι Αλβανοί που είναι εδώ τον φοβερίζανε, όπως έλεγε, γιατί πάνε με 40 ευρώ αυτοί… Σε ένα εξώσπιτο έμενε, πάνω από το χωριό… Δούλευε, το βράδυ κατέβαινε εδώ, στο μαγαζί, έπινε ένα καφεδάκι, δεν έπινε τίποτε άλλο, έπαιρνε τα τσιγάρα του και έφευγε… Την Τετάρτη το βράδυ έκαιγε κλαριά σε κάποιον και του λέει: “Δε με περνάς κάτω από τα μαγαζιά να με αφήσεις έξω από το χωριό…”. Φοβόταν τους άλλους (;), τι φοβόταν δεν ξέρω… Τον πήγε ο άνθρωπος από τον περιφερειακό και τον άφησε και, όπως επέστρεφε με το αυτοκίνητο, είδε πως είχε ξεχάσει μέσα μια ομπρέλα. Τον πήρε τηλέφωνο και τον ρώτησε πού είναι.
Του απάντησε ότι μόλις μπήκε σπίτι. Όταν του είπε πως ξέχασε την ομπρέλα, ο Αλβανός τού απάντησε πως θα πάει το πρωί να την πάρει. Το παιδί την άλλη μέρα ήταν να πάει για ράβδο. Δεν πήγε. Του τηλεφώνησαν, αλλά δεν απαντούσε. Ξεκινάει ο άνθρωπος που είχαν κανονίσει για δουλειά και πάει στο σπίτι με ένα ξάδερφο αυτού που έχει το εξώσπιτο, χτυπάνε, χτυπάνε, τίποτα. Ο ξάδερφος αυτού που έχει το σπίτι είχε κλειδιά, ανοίγουν, πουθενά το παιδί. Το τηλέφωνο εκεί, ρούχα εκεί, αυγά βρασμένα εκεί, το παιδί πουθενά…». Πρόσθεσε δε, πως πήγε δύο φορές στην Αστυνομία και, μάλιστα, τους ρώτησε γιατί δεν «ψάχνουν» το τηλέφωνο μήπως βρουν κάτι από τις κλήσεις. «Το παιδί δε μίλαγε, δεν έκανε παρέα με τους Αλβανούς, ήταν ήσυχο… Δεν ξέρουμε τι έχει γίνει με τον άνθρωπο, έχουμε στενοχωρηθεί πολύ», μας είπε βουρκωμένος και με τρεμάμενη φωνή…
Θάρρος
oute o protos oute o teleutaios einai pou exei xa8ei.isws einai me kamia gkomena.
ΑπάντησηΔιαγραφή