Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πωλ Σεζάν

Ο μεγάλος ζωγράφος που χαρακτηρίστηκε ως πρόδρομος του κυβισμού, Πωλ Σεζάν, γεννήθηκε στο Αίξ της Προβηγκίας στις 19 Ιανουαρίου του 1839 και πέθανε τον Οκτώβριο του 1906, σε ηλικία εξηνταπέντε ετών. Το τραγικό στην περίπτωσή του ήταν πως πέθανε ζωγραφίζοντας, χωρίς να πιστεύουν στην αξία του, ενώ η δόξα και η δικαίωση έφθασαν πολύ αργά γι’ αυτόν.
Ο Πωλ Σεζάν, φοβερά παραγνωρισμένος .........

στην εποχή του υψώνεται σήμερα σε ζωγραφικό μετέωρο και θεωρείται ως η κεντρική φυσιογνωμία του «υστεροεξπρεσσιονισμού». Γι’ αυτό και απ’ όλους του εμπρεσιονιστές
ζωγράφους, ο Σεζάν είναι στις μέρες μας ο πιο «ακριβός». Οι πίνακές του στις μεγάλες δημοπρασίες έργων τέχνης φτάνουν τις υψηλότερες τιμές, ενώ τα τελευταία χρόνια η ζήτησή τους και η τιμή τους αυξάνει.
Το Μάιο του 1952 πουλήθηκε μία «νεκρή φύση» γύρω στα 33.000.000 γαλλικά φράγκα. Από τότε δόθηκε το σύνθημα: τον Οκτώβριο του 1958 για το έργο «Το παιδί με το κόκκινο γιλέκο» προσφέρθηκαν από το Λονδίνο 258 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.

Τι θα έλεγε ο ίδιος ο Σεζάν, αν μπορούσε να ξαναζήσει για πολύ λίγο ανάμεσά μας; Κάτι ακόμη περισσότερο: τι θα έλεγαν οι επικριτές της εποχής του για όλα αυτά; Στις μέρες μας, μας φαίνεται κυριολεκτικά απίστευτο ότι μπόρεσαν όσο εκείνος ζούσε, να τον φορτώνουν με τόσες βρισιές και υποτιμητικές κρίσεις.
Ακόμη και όταν πέθανε -τον Οκτώβριο του 1906- οι εχθροί του δεν είχαν μαλακώσει. Τον αποκαλούσαν ακόμη «καθαριστή βόθρων», «πτωχόν τω πνεύματι» κ.λ.π. επειδή είχαν αρχίσει να πωλούνται ,κάπως, τα έργα του, άρχισαν να βρίσκουν ότι οι πίνακές του έδιναν την ευκαιρία ν’ ανεβάσουν τις τιμές μερικοί ανενδοίαστοι έμποροι έργων τέχνης. «Δε θα έπαιρνα ποτέ μου, -είπε κάποτε ο Βιγιέτ σε μια έρευνα του «Μερκύρ ντέ Φράνς»-, για να αγοράσω τρία φοβερά μήλα πάνω σ’ ένα πιάτο βρώμικο που θαρρείς ότι γυρίζει στο μπαστούνι ενός ισορροπιστή.

Σίγουρα, λίγοι καλλιτέχνες χτυπήθηκαν όσο ο Σεζάν, με τόση επιμονή μάλιστα.
Φυσικά και οι άλλοι εμπρεσσιονιστές φίλοι του χρειάστηκε να παλέψουν, όχι όμως σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ήρθε μια στιγμή που γνώρισαν την απαλότητα της νίκης. Ο ίδιος ο Σεζάν, ωστόσο, είχε μαντέψει ότι μια μέρα η τέχνη του θα νικούσε. Αργότερα ύστερα απ’ το θάνατό του. «Ίσως γεννήθηκα πολύ νωρίς», έλεγε συχνά με μελαγχολία.
Σε όλη του τη ζωή υπέφερε φοβερά από τις κριτικές που τον πλήγωναν βαθύτατα. Πήρε μέρος στις δύο από τις πρώτες εκθέσεις των εμπρεσιονιστών, ύστερα όμως -από το 1877- προτίμησε να αποτραβηχτεί γιατί τον είχαν κυριολεκτικά εξουθενώσει οι άδικες κρίσεις: «Αν επισκεφθείτε την έκθεσή του, με μια γυναίκα που βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα, έγραφε το «Σαριβαρί», περάστε γρήγορα απ’ το πορτραίτο «ανδρικό του Σεζάν». Αυτό το παράξενο κεφάλι, θα της προξενούσε τόση ταραχή, ώστε θα πάθαινε κίτρινο πυρετό
ακόμη και το μωρό της, πριν ακόμη βγει στον κόσμο! Τα παιδιά που μουντζουρώνουν χαρτιά όταν παίζουν, ζωγραφίζουν καλύτερα από τον Σεζάν».

Η μοίρα του ήταν βαριά και πικρή. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι πόνεσε σχεδόν όσο και ο Βαν Γκόγκ. Το δράμα του Ολλανδού καλλιτέχνη μας παρουσιάζεται με έναν τρόπο γυμνό, άγριο. Στον Σεζάν ήταν πιο συγκρατημένο, πιο εσωτερικό και με βαθύτερες και διαφορετικές ρίζες. «Είναι φριχτή η ζωή» έλεγε μελαγχολικά ο Σεζάν. Δεν είχε άδικο. Λίγοι άνθρωποι γνώρισαν τη δική του κακοτυχία. Όλα του γύρισαν σε κακό.

Ήταν γιος ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο πατέρας του ο Λευί - Αυγκύστ κατάφερε να αναπτύξει θαυμαστά το εμπόριο των καπέλων στο Αίξ, και αργότερα έγινε τραπεζίτης. Ήταν φοβερά φιλάργυρος. Και κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντική περιουσία. Πέθανε 80 χρονών, αφήνοντας στα τρία παιδιά του (Σεζάν και δύο αδέρφια) τρία εκατομμύρια φράγκα. Θα έλεγε κανείς, ύστερα από αυτό πως τουλάχιστον δεν θα είχε υποφέρει από φτώχεια. Στην πραγματικότητα, μόνο ύστερα απ’ το θάνατο του πατέρα του, δηλαδή ύστερα από τα 47 του χρόνια, πήρε μέρος της πατρικής περιουσίας.
Ο πατέρας του είδε με αφάνταστη λύπη ότι ο γιος του δε λογάριαζε να τον διαδεχτεί στις επιχειρήσεις του. Ήθελε να γίνει ζωγράφος. Γι’ αυτό του έδινε μόνο όσα ήταν τελείως απαραίτητα, για να μην πεθάνει από την πεινά. Με αυτά έπρεπε να συντηρηθεί αυτός, η γυναίκα του και το παιδί του, ν’ αγοράζει μουσαμά και χρώματα. Συχνά βρισκόταν στην ανάγκη να δανείζεται χρώματα, από γνωστό του έμπορο, τον μπαρμπα - Τανγκύ της Μονμάρτρης. Και ήταν ευτυχέστατος, που ο μπακάλης του δέχτηκε να κλείσουν τον λογαριασμό με ένα του πίνακα.

Ο πατέρας του τον είχε εκμηδενίσει με χίλιους τρόπους: του άνοιγε τα γράμματά του, τον υποχρέωνε να βρίσκεται ορισμένη ώρα στο τραπέζι. Κάποτε που βρέθηκε στη Μασσαλία κι έχασε το τρένο για το Αίξ, χρειάστηκε να κάνει πεζός τα τριάντα χιλιόμετρα!
Φυσικά ο πατέρας του ποτέ δε νοιάστηκε για τη ζωγραφική του γιου του. Ήταν φριχτά απολυταρχικός και εγωιστής. Ούτε κανείς άλλος στο σπίτι του το πατρικό ή η γυναίκα του καταλάβαιναν το έργο του. Ήταν, έτσι, φριχτή η ζωή. Δεν τα κατάφερνε με την καθημερινότητα και τους λογαριασμούς. Έπεφτε σταθερά έξω. Ευτυχώς βρήκε καλούς φίλους: τον Πισσαρό, τον Ρενουάρ, τον Μονέ, τον Μπάρμπα - Τανγκύ, τον συλλέκτη Βίκτωρ Σοκέ, που στάθηκαν, όπως έλεγε, το «ηθικό του στήριγμα».
Ο στενότερος φίλος του, ο Ζολά, φοβερά φιλόδοξος και δραστήριος, τον έσπρωξε να εργαστεί, ν’ αναδειχτεί. Του έδωσε όμως τη μεγαλύτερη πικρία, όταν στα 1886 δημοσίευσε το δέκατο τέταρτο μυθιστόρημα της σειράς των Ρουζόν-Μακάρ, όπου ο αξιοθρήνητος ήρωας, ο Κλώντ Λαντιέ, ήταν ολοφάνερα, ο ίδιος ο Σεζάν. Δεν ξαναμίλησαν από τότε, παρόλο που είχαν φιλία τριάντα χρόνων.

2 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υποθέτω ότι δεν περίμενες να δεις δημοσιευμένο το σχόλιο σου με αυτό που έγραψες....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.