Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

"Ο ποδοσφαιριστής" Άρθρο του Βασίλη Παπαθεοδοσίου

Συμβαίνει πολλές φορές, οι άνθρωποι να ασκούμε επαγγέλματα ή λειτουργήματα τα οποία ουδόλως θα επιλέγαμε αν δεν συνέτρεχαν λόγοι βιοποριστικοί.
Ακούμε κατά καιρούς φίλους ή γνωστούς να λένε «εργάζομαι στην τράπεζα, αλλά το όνειρό μου ήταν να γίνω ηθοποιός» ή « έγινα γιατρός ενώ ήθελα να ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική».
Ευτυχείς λοιπόν αυτοί που το επάγγελμά τους το καθόρισαν οι πόθοι της ζωής τους και οι επιθυμίες τους.
Τότε η επιδιωκόμενη ψυχική ισορροπία αποτελεί γεγονός και το άτομο, ως υπεύθυνο μέλος του κοινωνικού συνόλου, επιβεβαιώνεται καθημερινά από το «δούναι» και «λαβείν» μιας ισότιμης σχέσης μεταξύ δημιουργού και αποδέκτη.
Ακριβώς σε τέτοιου είδους περιπτώσεις δυνάμεθα να ισχυριστούμε πως κατακτήσαμε, εκτός του «ζην» και το «ευ ζην». Όλα αυτά διυλίζονται στους διανοητικούς μου θύλακες, καθώς συλλογίζομαι πως οι άνθρωποι σπάνια κατορθώνουμε να προσδώσουμε στη ζωή μας τις ηθικές διαστάσεις που απαιτούν οι περιστάσεις.
Γιατί, όπως και να εξετάσουμε το ζήτημα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και συνάμα ηθικό να ακολουθεί κάποιος στη ζωή του τις «ορέξεις» τού εσώτερου εαυτού του, παρά να υποτάσσεται στις επιδερμικές ανάγκες που επιβάλλει η λογική ως βιοποριστική και μόνο νομοτέλεια.
Μια από τις περιπτώσεις όπου η επιθυμία διασταυρώνεται με την ηθική και την ψυχαγωγία, είναι το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή.
Όχι απλά του αθλητή, αλλά ιδιαίτερα του ποδοσφαιριστή ο οποίος επιδίδεται σε ένα άθλημα ομαδικό που θεωρείται ο βασιλιάς των σπορ.

Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλα ενδιαφέροντα αθλήματα, όπως το βόλεϊ, το μπάσκετ, το πόλο ή ακόμα και ο στίβος, αλλά πιστεύω ότι κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μαγεία, την έκσταση και το δέος που δημιουργεί το ποδόσφαιρο στους φιλάθλους που το παρακολουθούν.
Το αποδεικνύει καθημερινά η δύναμη της διαχρονικότητάς του.
Το πλέον καθοριστικό στοιχείο που επιβραβεύει τον ποδοσφαιριστή ως μια κοινωνική αξία με υποδειγματικές προεκτάσεις, είναι το εξής:
Ο ποδοσφαιριστής κάνει επάγγελμα το χάρισμά του και ταυτόχρονα το εξελίσσει σε λειτούργημα, εφ‘ όσον ασκεί επάνω στον ψυχισμό των θεατών λυτρωτικές δυνάμεις, που εκτονώνουν, ηρεμούν και απασφαλίζουν την παρόρμηση μέσα σε θεσμοθετημένους Αθλητικούς χώρους και όχι σε άναρχες, δήθεν αυθόρμητες (μάλλον κατευθυνόμενες), συνάξεις.
Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφερθεί και κάτι άλλο.
Ο ποδοσφαιριστής, ακόμα και αν δεν διατηρηθεί σε σημείο που να εκτιμηθεί η αξία του ώστε να εισχωρήσει σε επαγγελματικά στάδια, θα συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο αποκλειστικά και μόνο για την ομορφιά που του προσφέρει το συγκεκριμένο άθλημα.
Το παρατηρούμε αυτό στις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής και ψυχαγωγικής ζωής των λαών.
Ακόμα και με μια τρύπια μπάλα, ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι ή ένα κουκουνάρι, άνδρες μεσήλικες ορίζουν πρόχειρα δύο γκολπόστ από πέτρες και παίζουν ποδόσφαιρο για να ξεχαστούν.
Αυτό ερμηνεύεται ως πράξη συνειδητής επιλογής, που έχει σκοπό να ψυχαγωγήσει χωρίς παρεκτροπές τον σύγχρονο άνθρωπο που μεταφέρει επάνω του χιλιάδες προβλήματα ως απότοκο μιας ανάλογης παγκόσμιας κερδοκεντρικής πολιτικής.

Με λίγα λόγια, ο ποδοσφαιριστής ενισχύει το ξεχασμένο ανθρωποκεντρικό πρόσωπο της κοινωνίας. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο ποδοσφαιριστής, ερασιτέχνης ή μη, σε ομάδα ή όχι,επεξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τη λέξη “παιχνίδι“ που προέρχεται από το ρήμα παίζω, απ‘την οποία γεννάται η λέξη “παιδί“.
Δηλαδή, ο παίκτης με την μπάλα στα πόδια γίνεται παιδί ανά πάσα στιγμή, ξεχνώντας καταβολές, ιδιοτροπίες, κοινωνικές θέσεις και οτιδήποτε άλλο.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην κερκίδα ενός σταδίου ο επιχειρηματίας κάθεται δίπλα σ‘ έναν άνεργο και στην επίτευξη ενός γκολ αγκαλιάζονται σαν μανιακοί και οι δύο απ‘ τη χαρά τους, ενώ λίγες ώρες πριν πιθανόν να είχαν βρεθεί αντίπαλοι στα «αλώνια» των ταξικών αντιπαραθέσεων.
Αυτό μόνο στο ποδόσφαιρο μπορεί να το παρατηρήσει κανείς, ιδιαίτερα δε αν αναλύσουμε το κοινωνικό αυτό φαινόμενο και σημειολογικά.
Γράφει ο Ουμπέρτο Εκο στη Σημειωτική του:
«Ο φίλαθλος την ώρα του αγώνα έχει την αίσθηση ότι ο ίδιος είναι ο παίκτης που προσπαθεί να σκοράρει. Θεωρεί τον εαυτό του απόλυτα εναρμονισμένο με τον κάτοχο της μπάλας».
Τόσο πολύ λοιπόν ταυτίζεται ο θεατής - παρατηρητής με τον δημιουργό - παίκτη.
Τελικά, μιλάμε για μια θεατρική παράσταση όπου αδυνατείς να ξεχωρίσεις συντελεστές και θεατές.
Τα πάντα συνυπάρχουν σε μια ολότητα.
Στο κάτω κάτω της γραφής, ο ποδοσφαιριστής τι είναι;
Ένας άντρας με την αρχαιοελληνική ερμηνεία του όρου, που προσπαθεί με ανδρεία, σαν μονομάχος στο Κολοσσαίο, να κερδίσει τον αντίπαλό του.

Ο θάνατός σου η ζωή μου, με μια προϋπόθεση όμως.
Αγώνας με εφαρμογή κανόνων δικαίου, ακόμα κι αν δεν αποδίδονται τα δίκαια ως θα έπρεπε.
Τα πάντα ελέγχονται από την υποκειμενικότητα και τη δεινότητα της «εγκεφαλικής μας όρασης».
Μπορεί να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε με μια άποψη του διαιτητή, αλλά είμαστε εμείς που κρίνουμε ως παρατηρητές τους πάντες.
Εμείς είμαστε, ακόμα, εκείνοι που αποφασίζουμε αν θα χειροκροτήσουμε, θα γιουχάρουμε, θα αναδείξουμε ή θα απαξιώσουμε τον παίκτη, την ομάδα ή τους διαιτητές.

Μέσα απ‘ αυτή την αρένα του πιο ελκυστικού αθλημάτος, ο ποδοσφαιριστής ανδρώνεται, αποκτά εμπειρία ζωής και διδάσκεται την αξία της προσωπικής αλλά και συλλογικής καταξίωσης. Μαθαίνει ν‘ αναγνωρίζει την ήττα του και δίνει το χέρι στον αντίπαλο, ακόμα και να συγκρούεται για θέματα τιμής.
Η κεφαλιά του Ζιντάν στον αντίπαλό του μήπως δεν επέφερε περισσότερη συμπάθεια στον αποβληθέντα μάγο της μπάλας απ' ό,τι στον κατ' επίφασιν τραυματία ανήθικο Ιταλό;
Ποιος είπε ότι η υβρισθείσα μάνα ενός παίκτη έχει λιγότερη αξία απ‘ την μπάλα;
Σ‘ αυτή την «αρένα» λοιπόν πλάθονται άνδρες, συνειδήσεις, προσωπικότητες και είδωλα.
Και τα είδωλα αυτά είναι προτιμότερο να προβάλλονται ως πρόσωπα επιθυμητά για τη νεολαία μας.
Σε αντίθεση με ορισμένα κέντρα ή συγκροτήματα που πλασάρουν ως στίχο τους την κόκα, την ψευδοσεξουαλική απελευθέρωση και την αντεθνική προπαγάνδα.
Επιτέλους, ας δεχθούμε ότι μόνο το χρήμα δεν έχει σύνορα και ταυτότητα.
Οι λαοί είχαν, έχουν και θα έχουν σημεία, ιστορίες, εθνικά σύμβολα και μνημεία αυτοπροσδιορισμού.
Οσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να επιφέρουν μέσω της παγκοσμιοποίησης την κατάργησητων εθνών, το ποδόσφαιρο θα έρχεται σα μαέστρος να τακτοποιήσει:
Εδώ η Γαλλία, εδώ η Ρωσία, εδώ η Αμερική, η Κίνα, η Ελλάδα.
Και ο ποδοσφαιριστής, είτε με το εθνόσημο στο στήθος είτε με τη φανέλα της δουλειά του στο διάλειμμα, θα εκφράζει και θα εκπροσωπεί τον άνδρα που μάχεται για τη νίκη, τη λεβεντιά και την ομορφιά του αθλήματος.
Άλλωστε, αν το ποδόσφαιρο δεν είχε αυτή την παγκόσμια αξία, δεν θα συνέρρεαν στα στάδια βασιλιάδες, κροίσοι και κοινοί θνητοί.
Δεν έχουμε λοιπόν τίποτε άλλο να περιμένουμε από έναν υπουργό Αθλητισμού από το να δημιουργήσει γήπεδα για να απλώσουν τα νιάτα της Ελλάδας το ταλέντο αλλά και την προσωπικότητά τους.

Βασίλης Παπαθεοδοσίου
Παράγοντας της Εράνης Φιλιατρών

2 σχόλια:

  1. Ο "ποδοσφαιριστής" της ζωής παίρνει την μπάλα, την ανταλάσσει με τους συμπαίκτες του και προχωράει μέχρι να βρεί δίχτυα. Η νίκη δεν είνα το μόνο ζητούμενο, αλλά και η χαρά του παιχνιδίου, χαρά την οποία αν δεν έχεις την συμπαράσταση των συμπαιχτών σου, δεν μπορείς να γευτείς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλε μου πράγματι έχεις δίκιο.
    Γι αυτό κκαι η σύμπνοια, η ομόνοια ο αλτρουισμός και η πειθαρχία φέρνουν τα αποτελεσματα στις ομάδες.
    Π.Χ. Εθνική Ελλάδος Euro 2004

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Προσοχή στον τρόπο που σχολιάζετε. Σχόλια που δεν θα σέβονται τον χώρο που φιλοξενούνται ή άλλους θα σβήνονται ΤΕΛΕΙΩΣ.